υπερασπίζω

υπερασπίζω
μετ.
1) защищать; оборонять; отстаивать; заступаться (за кого-что-л.); становиться на защиту (кого-чего-л.);

υπερασπίζ την πατρίδα — защищать родину;

υπερασπίζω τίς απόψεις μου — отстаивать свои взгляды;

2) юр. выступать в качестве защитника;
3) поддерживать; покровительствовать (кому-л.);

υπερασπίζομαι

1) см. υπερασπίζω;

2) защищаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υπερασπίζω" в других словарях:

  • υπερασπίζω — υπερασπίζω, υπεράσπισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. υπερασπίζομαι Σημειώσεις: υπερασπίζω, υπερασπίζομαι : τα δύο ρ. έχουν την ίδια σημασία → προστατεύω ή υποστηρίζω ενάντια σε επίθεση, προσβολή ή ως συνήγορος σε δίκη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὑπερασπίζω — cover with a shield pres subj act 1st sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερασπίζω — ὑπερασπίζω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. υπερασπίζομαι Ν προστατεύω κάποιον ή κάτι, είμαι υπέρμαχος κάποιου (α. «υπερασπίζουμε τα εθνικά μας συμφέροντα» β. «ἀποστολικῶν δόξας ὑπερασπίζειν δογμάτων», Θεοδώρ.) νεοελλ. (νομ.) ενεργώ ως συνήγορος, συνηγορώ… …   Dictionary of Greek

  • υπερασπίζω — υπεράσπισα, υπερασπίστηκα, υπερασπισμένος 1. μτβ., προστατεύω κάποιον με την ασπίδα μου (με τα όπλα μου), προασπίζω, υποστηρίζω, προστατεύω: Υπερασπίζει τα συμφέροντά του. 2. (νομ.), συνηγορώ για κάποιον στο δικαστήριο: Τον υπερασπίζει ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερασπίζῃ — ὑπερασπίζω cover with a shield pres subj mp 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres ind mp 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπίσει — ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj act 3rd sg (epic) ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπίσῃ — ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj mid 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj act 3rd sg ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπιεῖ — ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπιζομένων — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp fem gen pl ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπιζόμενον — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp masc acc sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπιζόντων — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part act masc/neut gen pl ὑπερασπίζω cover with a shield pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»